- Τροίηνδε
- ΤροίανδεTroyepic ionic (indeclform adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τροίηνδ' — Τροίηνδε , Τροίανδε Troy epic ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CANTOR — I. CANTOR Graece Α᾿ιδὸς apud Homer. Od. γ. v. 265. Η῞δ᾿ ἤτοι το πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς Δῖα Κλυταιμνήςτρη, φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇτι, Παῤ γὰρ ἔην καὶ Αὀιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ῾ ἐπέτελλεν Α᾿τρείδης, Τροὶηνδε κιὼν; εἴρυςθαι ἄκοιτιν, Α᾿λλ᾿ ὅτε δή… … Hofmann J. Lexicon universale
τροίανδε — και ιων. τ. τροίηνδε και δωρ. τ. τρῴανδε Α (τοπ. επίρρ.) στην Τροία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. Τροίαν τού Τροία + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Ἰθάκην δε)] … Dictionary of Greek